- μορφώτρια
- μορφώτρια, ἡ (Α)(για την Κίρκη) αυτή που μεταμορφώνει («Λιγυστίς θ'ἡ συῶν μορφώτρια Κίρκη», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού αμάρτυρου *μορφωτήρ (< μορφῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μορφώτρια — changing men into fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφώτριαι — μορφώτρια changing men into fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)